- σκαιωρία
- σκαιωρίᾱ , σκαιωρίαmischieffem nom/voc/acc dualσκαιωρίᾱ , σκαιωρίαmischieffem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαιωρίᾳ — σκαιωρίᾱͅ , σκαιωρία mischief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρία — ἡ, ΜΑ βλ. σκευωρία … Dictionary of Greek
σκαιωρίας — σκαιωρίᾱς , σκαιωρία mischief fem acc pl σκαιωρίᾱς , σκαιωρία mischief fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρίαν — σκαιωρίᾱν , σκαιωρία mischief fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευωρία — η, ΝΑ, και σκαιωρία Α [σκευωρός] δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου τής τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.) αρχ. 1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών 2. πολύ μεγάλη φροντίδα … Dictionary of Greek